Ήταν 7 Ιουνίου 1991, όταν τα όνειρα συνετρίβησαν και κάηκαν μέσα σε ένα διαλυμένο Golf, στον γερμανικό οδικό άξονα.
Ο Ντράζεν, η βροχή, η κακιά στιγμή, είχαν αφήσει τον διάβολο ορφανό από γιο…. Και το παγκόσμιο μπάσκετ μπήκε σε ένα πένθος από το οποίο δεν έχει ξεχάσει.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί από το βιβλίο “Drazen – Requiem” της MVPublications και το κεφάλαιο “Αθάνατος”, διαβάστε πως ο Τοντ Σπερ περιγράφει εκείνη τη δραματική νύχτα.
“Η Ζαλάντζι ήταν μια όμορφη νεαρή κοπέλα, μόλις 23 ετών. Εκείνη την εποχή είχε μια πολλά υποσχόμενη, διπλή καριέρας σαν μπασκετμπολίστρια διεθνούς επιπέδου και μοντέλο. Αυτή και η φίλη της είχαν πάει ταξίδι στη Νέα Υόρκη και σε δύο ημέρες θα γύριζαν πίσω στην Ευρώπη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά στο τέλος, οι δύο μέρες κατέληξαν να γίνουν μια εβδομάδα. Η φίλη της έφυγε και η Ζαλάντζι ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της με τον Πέτροβιτς, καθώς οι δύο τους εξερευνούσαν τα αξιοθέατα της μεγάλης πόλης.
Τη Δευτέρα 7 Ιουνίου με τον Πέτροβιτς να προσγειώνεται στη Φρανκφούρτη από το Βρότσλαβ, οι δύο τους είχαν κανονίσει να συναντηθούν. Η Ζαλάντζι, όπως του είχε υποσχεθεί τον περίμενε με το αυτοκίνητο της στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης και σχεδίαζε να τον πάει οδικώς στο Μόναχο. Όταν θα έφταναν εκεί, σχεδίαζαν να περάσουν το βράδυ σε ένα ξενοδοχείο. Παρέα με την Ζαλάντζι στο ταξίδι ήταν μιας φίλη της, η Χαλίλ Εντεμπάλ, που και αυτή ήταν πολύ καλή μπασκετμπολίστρια και ερασιτεχνικά έκανε το μοντέλο. Οι δύο κοπέλες είχαν συναντηθεί λόγω του μπάσκετ, αφού γνωρίστηκαν όταν ήταν συμπαίκτριες σε μια ομάδα του Μονάχου. Η Ζαλάζνι από την Ουγγαρία ήταν η βασική πόιντ γκαρντ. Η Εντεμπάλ, γεννημένη στη Γερμανία αλλά έχοντας θητεύσει σε ομάδες στην Τουρκία και στο Αμερικάνικο κολεγιακό σύστημα, έπαιζε στη θέση της σέντερ. Η Εντεμπάλ ήταν μέλος της εθνικής Τουρκίας και κάποια στιγμή είχε αναδειχθεί πιο πολύτιμη μπασκετμπολίστρια του Τουρκικού πρωταθλήματος ενώ έπαιζε στη Γαλατασαράι.
Νωρίς το απόγευμα, ο Πέτροβιτς επιβιβάστηκε στο μικρό κόκκινο Φολγκσβάγκεν Γκολφ και κάθισε στη μπροστινή θέση του συνεπιβάτη, ενώ οδηγός ήταν η Ζαλάζνι.
Πίσω στην πύλη αναχωρήσεων η εθνική ομάδα της Κροατίας επιβιβαζόταν στην πτήση της για το Ζάγκρεμπ. Καθυστέρησαν αρκετά καθώς η αεροπορική εταιρεία τσέκαρε ξανά και ξανά τα εισιτήρια. Έλλειπε ένας επιβάτης και έπρεπε να ελεγχθούν ξανά όλες οι αποσκευές. Ο Πέτροβιτς ήταν ο επιβάτης που έλλειπε. Ο Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, που ταξίδευε με την ομάδα σαν βοηθός προπονητή, πήγε και πληροφόρησε τους υπαλλήλους της εταιρείας ότι ο αδελφός του είχε κάνει διαφορετικά πλάνα ταξιδιού. Μετά απ΄ αυτό, επιβιβάστηκαν στην πτήση για το Ζάκγρεμπ, ένα ταξίδι διάρκειας μικρότερης του δίωρου. Για ένα μικρό διάστημα του ταξιδιού υπήρχαν μικρές αναταράξεις με μεγάλη, όμως, αστάθεια του αεροπλάνου καθώς περνούσαν πάνω από το Μόναχο, και έτσι δόθηκε εντολή στους επιβάτες να δέσουν τις ζώνες τους μέχρι να φτιάξει ο καιρός. Ήταν μια ωραία μέρα νωρίς το καλοκαίρι στο Μόναχο, με 26 βαθμούς θερμοκρασία αλλά αργά το απόγευμα μια καταιγίδα κτύπησε την πόλη και τις γειτονικές περιοχές. Η βροχόπτωση έκανε τον εθνικό δρόμο γλιστερό και δύσκολο με σκηνικό το σκοτάδι που έπεφτε.
Το Γκολφ που οδηγούσε η Ζαλάζνι ήταν στην εθνική οδό για αρκετή ώρα. Από τη Φρανκφούρτη μέσω της εθνικής οδού 3 ανατολικά της Νυρεμβέργης, κατευθύνθηκαν νότια παίρνοντας τον εθνικό δρόμο 9 με κατεύθυνση το Μόναχο. Έκαναν μια στάση κάποια στιγμή και όταν συνέχισαν ο Πέτροβιτς κουρασμένος από την αυπνία της προηγούμενης νύχτας αποφάσισε να κοιμηθεί για λίγο.
Λίγο πριν τις 5.20 (ώρα κεντρικής Ευρώπης), ένας οδηγός φορτηγού από την Ολλανδία ταξίδευε στην εθνική οδό, βόρεια κάπου 20 χιλιόμετρα έξω από το Ίγκολσταντ, όταν υποχρεώθηκε να κάνει ένα ελιγμό για να αποφύγει ένα αυτοκίνητο, που με την ξαφνική βροχόπτωση είχε γεμίσει νερά και είχε σταθμεύσει μπροστά από τις γραμμές του δρόμου. Με τον ελιγμό ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του φορτηγού και έσπασε το προστατευτικό που χώριζε τη βόρεια από τη νότια πλευρά του δρόμου. Ο οδηγός τραυματίστηκε αλλά πολύ γρήγορα ξαναβρήκε τις αισθήσεις του όταν ξαφνικά διαπίστωσε ότι το φορτηγό του ήταν πλέον στο κέντρο των τριών γραμμών που οδηγούσαν νότια, καλύπτοντας όλο το πλάτος του δρόμου. Κατέβηκε από το φορτηγό και από την πλευρά του δρόμου άρχισε να κουνάει τα χέρια ελπίζοντας ότι θα τραβήξει την προσοχή των οδηγών που κατευθύνονταν στο Μόναχο. Προσπαθούσε να αποφύγει μια σύγκρουση. Το Γκολφ της Ζαλάζνι πλησίασε το φορτηγό με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα. «Οδηγούσε τρομακτικά γρήγορα», λέει η Εντεμπάλ. «Στη Γερμανία υπάρχουν όρια ταχύτητας αλλά σε λίγες περιοχές. Αλλά στην εθνική οδό μπορείς να οδηγήσεις όσο γρήγορα θέλεις». Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του ατυχήματος, η Εντεμπάλ είπε ότι η φίλη της οδηγούσε με 180 χιλιόμετρα την ώρα. Στον δρόμο που γλιστρούσε αυτό έφερε το αυτοκίνητο σε πολύ ευάλωτη κατάσταση.
Η Ζαλάζνι είδε το φορτηγό και κράτησε δυνατά με τα δύο χέρια της το τιμόνι, πατώντας το φρένο καθώς το αυτοκίνητο γλίστραγε αριστερά πάνω στο προστατευτικό κιγκλίδωμα και γύριζε στον δρόμο. Η μπροστινή δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, η πλευρά του συνεπιβάτη, η πλευρά του Πέτροβιτς, κτύπησε πάνω στο φορτηγό. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα κοιμόταν όταν έγινε η σύγκρουση και δεν είδε ποτέ τι ερχόταν.
Η Ζαλάζνι έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου όταν είδε το φορτηγό. Όταν το Γκολφ κτύπησε το προστατευτικό, πριν συγκρουστεί με το φορτηγό, απομακρύνθηκε από το επίκεντρο της σύγκρουσης και αυτό της έσωσε τη ζωή. Η σύγκρουση την τραυμάτισε αρκετά και σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε αργότερα πέρασε μια εβδομάδα στο νοσοκομείο πριν πάρει εξιτήριο.35 Η Έντεμπαλ ήταν στο πίσω κάθισμα και η πρόσκρουση την πέταξε από τη θέση της, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και να σπάσει το χέρι και το γοφό της. Ίσα-ίσα γλίτωσε τη ζωή της. Γρήγορα έφτασε στο σημείο του δυστυχήματος η πυροσβεστική. Βουτηγμένο σε 300 λίτρα βενζίνης που είχαν διαρρεύσει από ένα ρήγμα στο φορτηγό βρισκόταν ένα στραπατσαρισμένο Γκολφ. Η οροφή του αυτοκινήτου είχε σφηνωθεί στην δεξιά μπροστινή πλευρά της καμπίνας του φορτηγού και οι μπροστινές πόρτες του είχαν διαλυθεί. Τα σωστικά συνεργεία μπόρεσαν να διακρίνουν σημάδια ζωής στις δύο κοπέλες και πολύ γρήγορα τα ασθενοφόρα τις πήραν μακριά. Η Εντεμπάλ που η κατάσταση της ήταν πολύ πιο σοβαρή οδηγήθηκε με ελικόπτερο στο νοσοκομείο του Αϊχστατ και η Ζαλάζνι σε μια κλινική του Ινγκολσταντ. «Τρεις επιβάτες στο αυτοκίνητο με τρεις διαφορετικές καταλήξεις».
Παρότι η έκταση του τραυματισμού παραμένει άγνωστη, καθώς η Ζαλάζνι δεν αποκάλυψε ποτέ δημόσια, πληροφορίες για το ατύχημα ή για τις επιπτώσεις του.
Στον τόπο του δυστυχήματος έμεινε μόνο ένας νεαρός άντρας στη μέση της καταστροφής και της βροχής, με τους νοσοκόμους απεγνωσμένα να προσπαθούν να τον επαναφέρουν πριν καταλήξουν ότι οι προσπάθειες τους είχαν αποτύχει. Από τη στιγμή που δεν φορούσε ζώνη, η δύναμη της σύγκρουσης εκτόξευσε τον Πέτροβιτς κατευθείαν πάνω στο φορτηγό και η πρόσκρουση επέφερε ένα θανατηφόρο τραυματισμό στο κεφάλι. Πέθανε ακαριαία. Εκείνη τη μέρα φορούσε ένα χρυσό ρολόι στο αριστερό του χέρι που σταμάτησε την ίδια στιγμή με τη ζωή του: ο μικρός δείκτης έδειχνε πέντε και ο μεγάλος έμεινε στο είκοσι. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς, σε ηλικία μόλις 28 ετών, ήταν νεκρός.
Η Μπισέρκα Πέτροβιτς περίμενε ένα τηλεφώνημα από το γιο της για να την πληροφορήσει ότι έφτασε ασφαλής στο Μόναχο αλλά καθώς η βραδιά προχωρούσε το τηλέφωνο δεν κτυπούσε. Όπως συμβαίνει με όλους τους γονείς αυτό φυσιολογικά την οδήγησε σε κάποια ανησυχία. Η Μπισέρκα μιλούσε με το γιο της όταν ήταν στην Πολωνία καθημερινά και περίμενε πως και πως να τον δει όταν θα επέστρεφε. Όταν έφτασε η εθνική ομάδα στο Ζάγκρεμπ τη βαλίτσα του Ντράζεν κουβαλούσε ο Στόικο Βράνκοβιτς. Στο αεροδρόμιο συνάντησε τη Μπισέρκα. «Είναι στο δρόμο για το Μόναχο», της είπε και της έδωσε τα πράγματα του. «Αλλά θα επιστρέψει αύριο».
Καθώς έπεφτε η νύχτα συνέχισε να ανησυχεί γιατί ο γιος της δεν είχε τηλεφωνήσει για να της πει τα καθέκαστα. Ήταν πολύ ασυνήθιστο το γεγονός ότι δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της. Πολύ αργά το απόγευμα κτύπησε το τηλέφωνο στο οικογενειακό διαμέρισμα των Πέτροβιτς στο Ζάγκρεμπ. Αντί να ακούσει τη βαθιά φωνή του Πέτροβιτς που δεν θα μπέρδευε με καμία άλλη άκουσε μια γυναίκα να μιλάει με σοβαρό επίπεδο τόνο στα Γερμανικά. Η γυναίκα ρώτησε τη Μπισέρκα αν είχε πάρει τηλέφωνο στο σπίτι των Πέτροβιτς. «Ναι», απάντησε η Μπισέρκα. Ακολούθησε μια παύση.
«Ο γιος σας είναι νεκρός».
Μ’ αυτές τις λέξεις ο κόσμος της Μπισέρκα και του Γιόλε Πέτροβιτς διαλύθηκε. Η άμεση θλίψη ήταν τόσο μεγάλη, τόσο αβάσταχτη, ώστε η Μπισέρκα βγήκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος και ίσα ίσα πρόλαβε να την κρατήσει ο άντρας της. Ήταν μια ακαριαία αντίδραση, μια κίνηση για να αποδείξει ότι όλα αυτά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακό όνειρο. Οι γονείς αγκαλιάστηκαν. Ο μικρότερος γιος τους, ένας από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες στον πλανήτη, η περηφάνεια της χώρας και της οικογένειας, είχε φύγει μακριά τους με τραγικό τρόπο.
Το πρώτο τηλεφώνημα που έκαναν ήταν στον μεγαλύτερο γιο τους, τον Αλεξάνταρ.
Το τηλέφωνο κτύπησε και στο σπίτι της οικογένειας της Έντεμπάλ εκείνο το απόγευμα. Στην άλλη άκρη ήταν η αστυνομία του Ίνγκολσταντ. Είχαν άσχημα νέα για τους γονείς. Η κόρη τους είχε αναμειχθεί σε ένα πολύ άσχημο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ένα δυστύχημα που κόστισε μια ζωή. «Η κόρη σας είναι τυχερή και ζει», είπε ο αστυνομικός, «αλλά μπορεί και να μην τα καταφέρει». Οι γονείς της Έντεμπαλ έμειναν απορημένοι και σε σύγχιση. «Έχουμε δύο κόρες εδώ στο σπίτι και άλλη μια που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε ο πατέρας της Έντεμπαλ στον αστυνομικό. «Μιλάτε για λάθος άτομο». Αλλά η αστυνομία δεν είχε κάνει λάθος. Η κοπέλα στο πίσω κάθισμα ήταν η Χιλάλ Εντεμπάλ. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η Έντεμπαλ, που βρισκόταν σε καλοκαιρινές διακοπές από το σχολείο της, είχε αποφασίσει να ταξιδέψει στην Ευρώπη αλλά δεν κατάφερε να ενημερώσει τους γονείς της. Τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν, η σοβαρότητα των τραυμάτων στο κεφάλι της την άφησαν με ελάχιστες αναμνήσεις από το τι οδήγησε και πως κατέληξε στο ατύχημα. «Ήμουν στο νοσοκομείο για σχεδόν ένα χρόνο και μετά πήγα σε ένα κέντρο αποθεραπείας», λέει. «Μετά το ατύχημα δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα. Ο γιατρός μου είπε να μην αισθανθώ έκπληξη αν δεν αναγνώριζα ούτε την οικογένεια μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήμουν στο νοσοκομείο και γιατί είχα συναντήσει ένα μεγάλο μπασκετμπολίστα, όπως ο Ντράζεν. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν θυμόμουν τίποτα. Πίστευα ότι όλο αυτό το διάστημα ζούσα ένα όνειρο».
Ο Στόικο Βράνκοβιτς επέστρεψε αεροπορικώς στο Ζάγκρεμπ μαζί με την εθνική ομάδα και έμεινε στο ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ με τη σύζυγό του. Οι δύο τους, παρέα με τον φίλο τους Μπρούνο Σίλιτς, που τότε ήταν προπονητής στην εθνική ομάδα πόλο της Κροατίας, απόλαυσαν ένα ήρεμο δείπνο. Τους διέκοψε λίγο αργότερα ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου που είπε στον Βράνκοβιτς ότι είχε ένα τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο πατέρας του Ντράζεν ο Γιόλε. Ο Βράνκοβιτς ένιωσε έκπληκτος που τον είχε πάρει τηλέφωνο ο Γιόλε Πέτροβιτς, ειδικά τέτοια ώρα, και αμέσως κατάλαβε από τη φωνή του ότι ήταν κάτι σημαντικό.
«Στόικο, που είναι ο Ντράζεν;».
Όταν ο Βράνκοβιτς τον πληροφόρησε ότι πιθανώς ο Πέτροβιτς ήταν εκείνη τη στιγμή στο Μόναχο, ακολούθησε μια μεγάλη παύση, πριν από τις επώδυνες λέξεις. «Ο Ντράζεν είναι νεκρός», του είπε ο Γιόλε. Αργότερα, ο Βράνκοβιτς μπόρεσε να καταλάβει ότι ο Γιόλε έψαχνε μια διαφορετική απάντηση για την μοίρα του γιου του, με την ελπίδα ότι όλα αυτά ήταν ένα τεράστιο λάθος. Ο Βράνκοβιτς τηλεφώνησε αμέσως στον Αλεξάνταρ, οι δύο τους έκλαιγαν στο τηλέφωνο και βρίσκονταν σε κατάσταση απόλυτου σοκ. Αμέσως μετά οδήγησε μέχρι το διαμέρισμα των Πέτροβιτς, όπου βρήκε τους γονείς, απαρηγόρητους και συντετριμμένους από τα νέα. «Ήταν μια κατάσταση που ποτέ δεν θα ξεχάσω», θα πει χρόνια αργότερα ο Βράνκοβιτς με τρεμάμενη φωνή. «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ».