Ο αποκλεισμός από την Νόα πλήγωσε… Τον κόσμο της ΑΕΚ… Τη διοίκηση της… Μα εξίσου, τους ποδοσφαιριστές και το προπονητικό τιμ της ΑΕΚ.
Η αποτυχία της πρόκρισης στους ομίλους του Conference League, δημιουργεί ένα κλίμα, μία ατμόσφαιρα βαριά. Στον αθλητισμό, όμως, η πτώση είναι το καύσιμο για να σηκωθείς.
Και στην ΑΕΚ υπάρχει ο άνθρωπος που γνωρίζει, όχι μόνο να αναγνωρίζει τις αποτυχίες, αλλά και να επιστρέφει, πιο δυνατός, πιο έτοιμος και με τον πληγωμένο εγωισμό του να λειτουργεί ως ώθηση για την επιτυχία.
Το όνομα του είναι Ματίας Αλμέιδα και στη ζωή του δε βρήκε τίποτα εύκολο. Χρειάστηκε ο ίδιος να ξεπεράσει αμέτρητες φορές τον εαυτό του, αλλά και τους φράχτες που η ίδια η ζωή, ή κάποιοι άλλοι έστηναν μπροστά του για να τον ανακόψουν.
Μέσα από το βιβλίο του “”Αλμέιδα” συγκεντρώνουμε κάποιες ιστορίες που αφορούν στα πρώτα χρόνια της ζωής του και σας τις παρουσιάζουμε. Ο “Πελάδο” όπως τον αποκάλεσε για πρώτη φορά ο σκάουτ της Ρίβερ που τον πίστεψε και του έδωσε την ευκαιρία, έχει μάθει να λάμπει στο κάρβουνο και να αναφύεται ακόμα και όταν η μοίρα του έχει γραφτό να τον φυτέψει μέσα σε μία αρμαθιά μπαρούτι.
Κάτι που φαίνεται από τα αποσπάσματα του βιβλίο του
“Συνολικά, σε εκείνο το Κλαουσούρα και στα επόμενα τρία πρωταθλήματα, δηλαδή σε δύο σεζόν (1992 και 1993), ο Αλμέιδα έπαιξε σε επτά ματς. Ένας καταστροφικός στατιστικός απολογισμός, ικανός να λυγίσει και τον πιο αισιόδοξο. Ο Ματίας δεν το έβαλε κάτω, το πάλεψε και το 1994 άρχισε να παίζει πιο τακτικά.
Την επόμενη χρονιά θα κατακτούσε το Κόπα Λιμπερταδόρες, το δεύτερο στην ιστορία της Ρίβερ, πετυχαίνοντας ένα καθοριστικό γκολ στη ρεβάνς των ημιτελικών κόντρα στην Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε (1- 0), που έδωσε στο συγκρότημα του Ραμόν Ντίας το εισιτήριο για τον τελικό. Έτσι πλήρωσε, και με το παραπάνω μάλιστα, το χρέος του προς τους οπαδούς της Ρίβερ, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή τού ήταν ευγνώμονες για τη συγκινητική αφοσίωσή του. Στο προηγούμενο Λιμπερταδόρες είχε λαθέψει στο καθοριστικό πέναλτι στο ματς με τη Νασιονάλ Μεδεγίν, που στέρησε από τη Ρίβερ τη δυνατότητα να βρεθεί στον τελικό. Μερικές φορές το ποδόσφαιρο και η δικαιοσύνη πηγαίνουν χέρι χέρι”.
Οι δυσκολίες του Ματίας τον καταδίωξαν σε όλα τα επίπεδα… Έφτυσε αίμα για να τον επιλέξει η Ρίβερ, στην οποία δοκιμάζονται χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο… Και αργότερα, κλήθηκε να αποδείξει ότι έχει μεγάλη καρδιά και κότσια για όλες τις προκλήσεις:
“Είναι πολύ λίγοι οι ποδοσφαιριστές που παίζουν με ενέσεις, τραυματίες, σε κάθε πιθανή συνθήκη. Που δεν φοβούνται να πάρουν ρίσκα και να ξεβολευτούν, σε ένα πλαίσιο που έχει ως κύρια αρχή το κέρδος. Τύποι που παίζουν αληθινά. Που έχουν την προσωπικότητα να τηλεφωνήσουν στον πρόεδρο του συλλόγου σε λιγότερες από 24 ώρες από τη μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας του κλαμπ, με το πτώμα ακόμη ζεστό, για να του πουν ότι είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν την πρόκληση να κρατήσουν το τιμόνι του πλοίου στη δεύτερη κατηγορία. Μια σανίδα σωτηρίας μόνο για πραγματικά γενναίους”.
Ωστόσο, ακόμα κι όταν το πρώτο όνειρο (η επιλογή από τη Ρίβερ έγινε πραγματικότητα) η καθημερινότητά του προκειμένου να προπονείται με τους μικρούς κι εν συνεχεία με την πρώτη ομάδα της αγαπημένης του Πλέιτ, ήταν σαν να δοκίμαζε καθημερινά την αφοσίωση του για αυτή και τη λατρεία του στο ποδόσφαιρο.
“Δεν πλήρωνα ούτε ένα πέσο, είχα μάθει να μπαίνω στη ζούλα παντού. Στον σταθμό του Τεμπερλέι έμπαινα σπρώχνοντας, ήταν αδύνατον να σε ελέγξουν. Στο μετρό τραβούσες την μπάρα και κατέβαινε μόνη της. Στο Ρετίρο έπαιρνα εισιτήρια από επιβάτες που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, τα μάζευα από το πάτωμα και είχα πληρωμένη την επιστροφή, αφού τότε δεν αναφερόταν η ώρα επάνω. Δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα, δεν πρέπει να γίνονται, αλλά δεν είχα πολλές επιλογές”. Αν δεν υπήρχε επιλογή στις συγκοινωνίες και στις μεταφορές, φανταστείτε με το ψωμί, το φαγητό της μέρας. «Έφευγα από το σπίτι μόνο με ένα τσάι με γάλα, ή με ένα ζεστό μάτε, ταξίδευα, έκανα προπόνηση και έπρεπε να επιστρέψω για να φάω στο σπίτι μου. Σήμερα τα παιδιά των ακαδημιών έχουν την ευκαιρία να φάνε στις εγκαταστάσεις της ομάδας. Τα πάντα έχουν αλλάξει. Τις προάλλες πέρασα από το εστιατόριο της ομάδας και μια παρέα παιδιών είχε τελειώσει το φαγητό και είχε περισσέψει κιόλας. Σκέφτηκα ή ότι δεν τους άρεσε ή ότι είχαν χορτάσει. Σίγουρα είχαν χορτάσει, γιατί τους έδιναν δύο πιάτα φαγητό και επιδόρπιο. Μακάρι να μας είχαν κι εμάς έτσι. Εγώ πεινούσα πραγματικά, έτρωγα οτιδήποτε».
Ο Πελάδο έμαθε από μικρός τι εστία κριτική… Καλοπροαίρετη ή κακόβουλη… Σε πολύ μικρή ηλικία όμως, όταν γνώρισε το μουσικό ίνδαλμα του, τον Οράσιο και είχε συζήτηση μαζί του, έμαθε τον τρόπο να σκληρύνει την πέτσα του.
“Ο Οράσιο κατέβασε το ποτό σε δύο δευτερόλεπτα. “Είναι καλό αυτό, τσεεεεεε” μου είπε. Τραγουδούσε μιάμιση ώρα και μετά τον πέθανα στις ερωτήσεις, έμοιαζα με εκείνους τους ενοχλητι-κούς θαυμαστές που δεν αφήνουν το ίνδαλμά τους να πάρει ανάσα. Κάποια από τις ερωτήσεις μου αφορούσε τη σχέση που είχε με τον τύπο και η απάντησή του μου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό, γιατί είχε έρθει σε ρήξη αρκετές φορές: “Τον χειρίζομαι με ένα συναίσθημα, ότι πάντα είναι ένας που με κριτικάρει έναντι τριάντα χιλιάδων που έρχονται να με δουν”. Μου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό αυτή η απάντηση”.
Κι αν ακόμα έχετε απορίες σχετικά με την πηγή από την οποία αντλεί την ενέργεια του ο Ματίας Αλμέιδα και έχει κουράγιο για να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες, η απάντηση έρχεται μέσα από τα γραφόμενα του Ντιέγκο Μπορίνσκι:
“Η ιστορία του Ματίας Χεσούς Αλμέιδα συνεχίζεται και είναι ανοιχτή. Όπως και η τεράστια καρδιά του. Χωρίς καρδιά δεν νοείται ιστορία. Χωρίς καρδιά δεν νοείται βιβλίο”.
Κι ο Ματίας έχει τεράστια καρδιά!