Οταν το ολόγραμμα του Ντράζεν, με τη βοήθεια του ΑΙ έκανε την εμφάνισή του στη Ζάγκρεμπ Αρένα το δειλινό της 5ης Σεπτεμβρίου 2024 (χθες δηλαδή), ντριμπλάροντας με το απαράμιλλο στυλ του την πιο σημαντική αγαπημένη της ζωής του, μία μπάλα του μπάσκετ, 15000 άνθρωποι λύγισαν. Ηταν όλοι εκεί, για να τον τιμήσουν, στο παιχνίδι που έγινε ακριβώς για αυτό το λόγο… Για να τιμηθεί η μνήμη του Ντράζεν και να επιβεβαιωθεί ότι ο Μότσαρτ είναι ακόμα ζωντανός και χαϊδεύει τα όργανα της χορωδίας της φαντασίας μας. Ο Ντράζεν ζει! Κι ας μην είναι εδώ από 1993. Για αυτό και ολόκληρο το ευρωπαϊκό μπάσκετ ήταν την Πέμπτη 5/9 στο Ζάγκρεμπ. Σε μία απίθανη τελετή, όπου οι αναμνήσεις έπαιζαν πυγμαχία με την πιο δυναστική ερώτηση στην ιστορία της ανθρωπότητας… “What if…”
Με αφορμή αυτό το παιχνίδι, που έγινε εν τη παρουσία όλων των εκλεκτών βετεράνων κι εν ενεργεία παικτών του ευρωπαΪκού μπάσκετ σας παραθέτουμε την εισαγωγή του βιβλίου που έγραψε ο Τοντ Σπερ για τον Μότσαρτ… Και σε αυτό το χωρίο αποκαλύπτονται διάφορα. Και φυσικά, πως και ποιος του απέδωσε το πιο πετύχημενο παρατσούκλι… “Μότσαρτ”
“Ήταν ο κλασικός Ντράζεν Πέτροβιτς – ακριβώς όπως τον θυμούνται οι ευρωπαίοι. Πριν το παιχνίδι που προσπάθησε να τελειοποιήσει γίνει παγκόσμια υπόθεση, πριν ο Πέτροβιτς γίνει ο Ντράζεν όλου του κόσμου, ο θρύλος του στη Γιουγκοσλαβία γιγαντωνόταν διαρκώς. Ήταν αυτή η μικρή μάζα από κατσαρά μαλλιά, το προστατευτικό στον δεξιό καρπό του, το ανοιχτό στόμα με τη γλώσσα έξω, τα γεμάτα αυτοπεποίθηση μάτια, η σχεδόν απεγνωσμένη προσπάθειά του να δημιουργήσει την επόμενη φάση. Μπορούσε να κουβαλήσει την μπάλα από τη μια άκρη του παρκέ στην άλλη με ταχύτητα και χάρη. Υπήρχε κάτι πολύ όμορφο στον τρόπο που έσπρωχνε την μπάλα στο παρκέ, λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει από την εποχή που ήταν ένα μικρό αγόρι σε μια παραλιακή πόλη της Κροατίας, το Σίμπενικ. Όλα τα έκανε τέλεια! Η μπάλα μπορούσε να πάει ταχύτατα από το ένα χέρι του στο άλλο, να βρει χώρο με ένα άλμα και να περάσει την ίδια μπάλα ανάμεσα από τα πόδια του. Υπήρχε εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, όταν ο Ντράζεν βρισκόταν στο μέσον ενός άλματος και όλοι γνώριζαν ότι μπορούσε να πασάρει είτε αριστερά είτε δεξιά σε ελεύθερο συμπαίκτη ή να την περάσει κάτω από τα πόδια του. Όμως, στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα κάνει.
Όταν χειριζόταν την μπάλα και πάσαρε, έμοιαζε με σόουμαν. Λίγο ενστικτώδες, λίγο προσχεδιασμένο, αλλά σε κάθε περίπτωση το παιχνίδι του αποκτούσε ισορροπία, λόγω της άψογης γνώσης των βασικών του τζαμπ σουτ. Τεχνικά, ήταν το τέλειο σουτ – ποτέ «στραβό» ή δίχως ισορροπία. Ο μεγάλος αδελφός του, ο Αλεξάνταρ, ένας επίσης εξαιρετικός παίκτης, του έκανε πλάκα όταν ήταν πιτσιρικάς, πολλά χρόνια νωρίτερα, για το τζαμπ σουτ. Πολύ πριν οι προβολείς στραφούν πάνω του και εξελιχθεί στον καλύτερο ευρωπαίο σουτέρ. Η δουλειά δεν ήταν το μεγάλο μυστικό του, τουλάχιστον όχι όσο η τεράστια επιθυμία του να γίνει ο κορυφαίος.
Αυτό που ακολουθούσε κάθε αλλαγή κατεύθυνσης του Ντράζεν στο παρκέ ή μια πάσα που έκοβε την ανάσα ήταν ο θαυμασμός του κοινού. Οι οπαδοί του τον λάτρευαν γιατί έβρισκε τρόπο να τους βάλει «στο κόλπο». Στους αντίπαλους παίκτες και τους οπαδούς, αντίθετα, δεν άρεσε καθόλου αυτό – τον έκανε να φαντάζει τόσο «πολωτικός» και διχαστικός όσο κανείς άλλος ευρωπαίος αθλητής στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Συνήθιζε να γυρίζει προς το πλήθος, είτε πηδώντας στον αέρα είτε σφίγγοντας τη γροθιά του – συχνά έκανε και τα δύο ταυτόχρονα. Αυτό που ακολουθούσε ήταν είτε πανζουρλισμός είτε απόλυτη σιωπή. Σε κάθε παιχνίδι του, ο Πέτροβιτς έκανε τον κόσμο να «νιώθει».
Το 1985, δεν υπήρχε τίποτα εντυπωσιακότερο από ένα παιχνίδι Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στο Ζάγκρεμπ μεταξύ της Τσιμπόνα και της ιταλικής Σίμακ. Τον αγώνα παρακολουθούσε ένας δημοσιογράφος. Όχι όμως ένας οποιοσδήποτε δημοσιογράφος, αλλά ένας από τους καλύτερους στην Ευρώπη, o περίφημος γραφιάς της ιταλικής La Gazzetta dello Sport Ενρίκο Καμπάνα. Η ιταλική εφημερίδα αποτελεί αθλητική Βίβλο όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι αδύνατον να την μπερδέψεις, αφού τυπώνεται σε ροζ χαρτί και έχει εντυπωσιακή εμφάνιση.
Η La Gazzetta dello Sport, λοιπόν, έστελνε κάθε χρόνο τον Καμπάνα σε όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά τουρνουά, σε κάθε αξιοσημείωτο μπασκετικό γεγονός, και ο ίδιος είχε παρακολουθήσει όλους τους μεγάλους παίκτες που εμφανίστηκαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ωστόσο, πάντοτε οι Γιουγκοσλάβοι παίκτες ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στον έμπειρο δημοσιογράφο. Λάτρευε να τους βλέπει να παίζουν, τόσο επειδή θεωρούσε ότι είχαν μια ξεχωριστή αγάπη για το άθλημα όσο και για την ποιότητα του παιχνιδιού τους. Εκείνη την εποχή, ο Καμπάνα ικέτευε τον εκδότη του να του επιτρέψει να περάσει μία εβδομάδα με τον θρυλικό Γιουγκοσλάβο κόουτς Αλεξάνταρ Νίκολιτς στο προπονητικό κέντρο του στο Βελιγράδι, για να μελετήσει τη σωματοδομή των παικτών, την προπόνησή τους και να μάθει τον τρόπο με τον οποίο ανέπτυσσαν την τεχνική τους, που έμοιαζε μοναδική. «Θέλω να ανακαλύψω το μυστικό των Γιουγκοσλάβων παικτών» του είχε πει.
Μέσα από τη δουλειά του, ο Καμπάνα είχε αποκτήσει στενές σχέσεις με τεράστιες προσωπικότητες του μπάσκετ στη Γιουγκοσλαβία. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ο Νίκολιτς, ο Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς και ο Μίρκο Νόβοσελ. Ήταν ο Νόβοσελ αυτός που είπε στον Καμπάνα ότι έπρεπε να μεταβεί στην Κροατία, και συγκεκριμένα στο Ζάγκρεμπ, για να παρακολουθήσει ορισμένους ποιοτικούς νεαρούς παίκτες, την επόμενη γενιά, που θα μετέφερε το «μυστικό». Παίκτες που έβγαιναν από το γιουγκοσλαβικό σύστημα παραγωγής και οι οποίοι κάποτε θα αγωνίζονταν στο υψηλότερο επίπεδο.
Ο Καμπάνα ανταποκρίθηκε και ήταν εκεί η πρώτη φορά που είδε τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Ο νεαρός ξεχώριζε λόγω των ικανοτήτων και της αυτοπεποίθησής του.
Στην προσπάθεια αναζήτησης πληροφοριών για την καταγωγή και τη ζωή του Πέτροβιτς, ο Καμπάνα συζήτησε με τη μητέρα του, τη Μπισέρκα. Όσα του είπε εκείνη γοήτευσαν τον δημοσιογράφο σε τέτοιον βαθμό, ώστε έκτοτε, πείστηκε ότι ο Ντράζεν θα γινόταν κάτι παραπάνω από σπουδαίος μπασκετμπολίστας – ένας μύθος. Όπως ανακάλυψε ο Καμπάνα μετά τη συζήτηση με τη μητέρα του νεαρού, ο Ντράζεν είχε πολλά προβλήματα ως βρέφος. Είχε γεννηθεί με μια μορφή εξάρθρωσης των γοφών1, γεγονός που είχε ανησυχήσει έντονα την οικογένεια. Τα πόδια του μεγάλωναν σε πολύ αργό ρυθμό και έμοιαζε διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά. «Ωστόσο, διέθετε μια σπάνια εσωτερική δύναμη» είπε η Μπισέρκα στον Καμπάνα «που μπορούσε να υποσκελίσει κάθε εμπόδιο».
Ξαφνικά, ο Καμπάνα αντιμετώπιζε την απόλυτη πρόκληση για έναν δημοσιογράφο: να γράψει για έναν άνθρωπο τον οποίο είχε αρχίσει να θαυμάζει και, την ίδια στιγμή, να πείσει τους αναγνώστες του ότι ήταν αντικειμενικός. «Όταν παρακολουθούσα τον Ντράζεν, δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ιδιαίτερα αντικειμενικό – ήμουν ένας οπαδός. Έβλεπα τον Ντράζεν όπως τον μικρό αδελφό μου ή ως παιδί. Του ευχόμουν πάντα τα καλύτερα» υποστηρίζει ο Καμπάνα.
Τα χρόνια πέρασαν και πλέον ο νεαρός έμοιαζε να έχει λαμπρό μέλλον. Μπασκετικά, έμοιαζε με διευθυντή ορχήστρας, και αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ ακόμη και τις πιο ευοίωνες προβλέψεις, αυτές που έλεγαν ότι θα εξελιχθεί σε έναν παίκτη που θα προκαλούσε πάταγο στη Γιουγκοσλαβία και σε διεθνές επίπεδο. Ο Καμπάνα έβλεπε το έργο να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του και υποχρεώθηκε άμεσα να το μετουσιώσει σε άρθρο για την εφημερίδα του. Επίκεντρό του, ο «ανελέητος» τρόπος με τον οποίο ο Πέτροβιτς ξεχυνόταν στην επίθεση, το μείγμα σόουμαν και επίκτητου ταλέντου, η απαράμιλλη τεχνική του.
Μότσαρτ
Ο Καμπάνα είχε επεξεργαστεί στο μυαλό του το εν λόγω παρατσούκλι και του φαινόταν ταιριαστό. Ο Μότσαρτ είχε ξεκινήσει να συνθέτει μουσική από νεαρή ηλικία, όχι μόνο γράφοντας ο ίδιος τις συνθέσεις του, αλλά εκτελώντας τις με έναν υπέροχο τρόπο, συνδυασμό ιδιοφυΐας και ταλέντου. Στη γενέτειρα του Πέτροβιτς, το Σίμπενικ, τον θεωρούσαν επίσης παιδί- θαύμα, το οποίο έμοιαζε προορισμένο να ακολουθήσει το συγκεκριμένο αθλητικό μονοπάτι. Ο Καμπάνα ένιωθε ότι βίωνε μια ξεχωριστή εμπειρία κάθε φορά που έβλεπε τον Πέτροβιτς να αγωνίζεται, κάτι που δεν αισθανόταν για άλλους παίκτες.
Εκείνα τα χρόνια η κάλυψη αγώνων του ΝΒΑ στην Ευρώπη ήταν ελάχιστη. Οι ευρωπαίοι μόνο περιστασιακά παρακολουθούσαν παιχνίδια του καλύτερου πρωταθλήματος στον κόσμο, ήταν όμως αρκετό για να πάρουν μια καλή γεύση. Ο Καμπάνα πρώτα έβλεπε αμερικανικό πρωτάθλημα και κατόπιν τον Πέτροβιτς, καταλήγοντας σ’ ένα συμπέρασμα: Παίζει όπως αυτοί. Για τον Ιταλό δημοσιογράφο, ο Πέτροβιτς ήταν ο πρώτος ευρωπαίος που έβλεπε να παίζει το παιχνίδι με «αμερικανικό» τρόπο.
«Ecco Petrovic, il Mozart del basket».2
Ήταν ένα εξαιρετικό παρατσούκλι, ικανό να συμπεριληφθεί στη βασική ιστορία και να διαδοθεί σε όλον τον κόσμο μέσω της εφημερίδας. Από εκείνη τη στιγμή, και για πάντα, ο Πέτροβιτς θα γινόταν ο Μότσαρτ του μπάσκετ. Ήταν το προσωνύμιο με το οποίο πέρασε στην αθανασία. Η δόξα και η φήμη του θα μεγάλωναν λίγο λίγο, με κάθε μακρινό σουτ, με κάθε πάσα κάτω από τα πόδια. Η αποδοχή του υπήρξε καθολική.3
Πλέον, οι προσδοκίες αφορούσαν την κατάκτηση της κορυφής – μιας κορυφής, στο κυνήγι της οποίας ο Ντράζεν Πέτροβιτς ξόδεψε τη σύντομη ζωή του.