Τι είναι τα κόκκινα παπούτσια και πως συνδέονται με τον Ντούσαν Ιβκοβιτς κι ένα από τα πιο θρυλικά playgrounds της Σερβίας;
Γιατί το Τσρβένι Κριστ είναι μία γειτονιά που γεννάει μάγκες και ανθρώπους που συνήθως ακολουθούν πετυχημένες πορεία;
Πως το μπάσκετ και το ανοιχτό γηπεδάκι στον Ερυθρό Σταυρό του Βελιγραδίου, υπερίσχυσε του καλλιτεχνικού ταλέντου του Σλόμπονταν Ιβκοβιτς;
Κι εν τέλει πως αυτό το ανοιχτό γηπεδάκι στο κέντρο του Βελιγραδίου, παρήγαγε μερικούς από τους μεγαλύτερους θρύλους του παγκόσμιου μπάσκετ;
Διάβασε το απόσπασμα για το ανοιχτό γήπεδο του Τσρβένι Κριστ, από το βιβλίο του Γιάννη Σταυρουλάκη “Εκεί που γεννήθηκαν οι θρύλοι” που διηγείται την ιστορία των δημοφιλέστερων ανοιχτών γηπέδων στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
“ΗΤΑΝ ΑΛΗΣΜΌΝΗΤΗ Η διαδρομή του Ντούσαν Ίβκοβιτς στο μπάσκετ. Ένα ταξίδι στα άστρα, ένα φιλμ πασίγνωστο και τόσο πετυχημένο, που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σημείωση στους τίτλους τέλους για να υπογραμμιστεί η αξία του ανδρός. Ό Ντούντα έδωσε συγκλονιστικές ερμηνείες στους πάγκους για πέντε δεκαετίες. Διάλεξε τη μοίρα του και την «αγκάλιασε», δίχως να αποπροσα- νατολιστεί από τον σκοπό της ύπαρξής του. Εκείνο το playground κοντά στο πατρικό του, στη γειτονιά Τσρβένι Κρστ στο Βελιγράδι, τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς ότι είναι υπέροχο να παίρνεις τον έλεγχο του πεπρωμένου σου.
Ήταν το πολύτιμο διαμάντι στο μέσον του δωματίου της ψυχής του, η προμετωπίδα της τεράστιας καριέρας ενός θρύλου που βρέθηκε στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή. Το μόνο που είχε να κάνει ως πιτσιρικάς ήταν να διασχίσει τον δρόμο ανάμεσα στο σπίτι της οικογένειας Ίβκοβιτς και το ανοιχτό γήπεδο, προκειμένου να παρακολουθεί τις προπονήσεις όλων των ομάδων της Ραντνίτσκι που το χρησιμοποιούσαν ως έδρα. Ήταν μια ευπρόσδεκτη συγκυρία η οποία έμελλε να σημαδέψει τη ζωή τη δική του και του μεγαλύτερου αδελφού του, Σλόμπονταν «Πίβα» Ίβκοβιτς.
Ό Ερυθρός Σταυρός είναι μια συνοικία στη σερβική πρωτεύουσα που έχει αναδείξει πολλούς καλλιτέχνες, ζωγράφους, ηθοποιούς και επιστήμονες. Ό Σέρβος συγγραφέας Ράντοσλαβ «Λάλε» Βουγιαντίνοβιτς αναφέρει χαρακτηριστικά: «Για τους νέους του Ερυθρού Σταυρού, αυτή η γειτονιά ήταν το κέντρο του κόσμου. Σαν μια μαγνητική βελόνα στην πυξίδα που δείχνει πάντα τον Βορρά, κατευθύνοντας τις σκέψεις και τις κινήσεις μας στον αθλητικό σύλλογο της Ραντνίτσκι, στο Δραματικό Θέατρο και στον κινηματογράφο “Άβαλα”. Καθώς μάλιστα περνούσαν τα χρόνια συνειδητοποίησα πως αυτή η στενή ζώνη στη σερβική πρωτεύουσα είχε συγκεντρώσει όλες τις παλιές αρετές του λαού μας: τον ιπποτισμό, τη φιλία, την αρχοντιά και την ειλικρίνεια. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι όσοι γεννήθηκαν εδώ εξελίχθηκαν σε ασύγκριτους θρύλους, διαχέοντας τη δόξα του Ερυθρού Σταυρού όχι μόνο στο Βελιγράδι και στη Σερβία, αλλά σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τον αθλητισμό και την τέχνη ως την επιστήμη, την πολιτική και τη φιλοσοφία».
Στο Δραματικό Θέατρο συγκεντρώνονταν αθλητές από όλα τα σπορ πριν από κάθε πρεμιέρα, υποδυόμενοι το κοινό στην πρόβα τζενεράλε, ενώ ο κινηματογράφος «Άβαλα» πρόβαλε τα πρώτα γουέστερν, όταν η αμερικανική κουλτούρα άρχισε να διεισδύει στην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία όχι μόνο μέσα από τα προϊόντα και τις καταναλωτικές συνήθειες, αλλά και από το «Όσα παίρνει ο άνεμος», τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Τζον Γουέιν. Στην περιοχή δέσποζε, επίσης, ο ναός της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου, όπου, παρεμπιπτόντως, βαφτίστηκε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ενώ τα παιδιά της γειτονιάς περνούσαν ατέλειωτες ώρες στο καρουζέλ του λούνα παρκ.
Την ίδια στιγμή, το εργαστήριο παραγωγής ταλέντων και προπονητών στο γήπεδο της Ραντνίτσκι δούλευε σε φουλ ρυθμούς, αρχικά στο χώμα και εν συνεχεία στο τσιμέντο. Ό Σλόμπονταν Ίβκοβιτς, έξι χρόνια μεγαλύτερος του Ντούσαν, αγαπούσε τα περιστέρια και το μπάσκετ. Και αν το πρώτο ήταν χόμπι ή κάτι πε- ρισσότερο από αυτό, το δεύτερο ήταν το πάθος του. Ήταν ένας όμορφος, γοητευτικός και ετοιμόλογος νεαρός, ταλαντούχος στη μουσική και τη ζωγραφική, που λέγεται ότι μια μέρα ξεκίνησε από το σπίτι για το μάθημα βιολιού, ωστόσο κάποια αόρατη δύναμη τον οδήγησε στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
«Παρατούσε τα βιολιά που κουβαλούσε στα σκαλάκια και απορροφούσε τις πρώτες μπασκετικές γνώσεις από τον Ράνκο Ζεράβιτσα, κάνοντας προπονήσεις και παίζοντας ως αργά το βράδυ. Όταν συνειδητοποιούσε ότι θα αργούσε στο μάθημα ο Πίβα άρπαζε έντρομος τις θήκες με τα όργανα και έτρεχε στο μουσικό σχολείο. Πολλές φορές όμως τον περίμενε μια έκπληξη μπροστά στον καθηγητή του, αφού, ανοίγοντας τις θήκες, έβρισκε ένα τούβλο ή μια πέτρα, αντί για βιολιά και δοξάρια! Ήταν ο τρόπος των συμπαικτών του για να του δείξουν ότι το πεπρωμένο του δεν βρισκόταν στις αίθουσες μουσικής…» αναφέρει το σερβικό περιοδικό Trener για τον Σλόμπονταν Ίβκοβιτς, έναν ταλαντούχο παίκτη με καλό τζαμπ σουτ, που έπαιζε στις θέσεις 2-3. Ωστόσο, είχε αδύναμη όραση και δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά την μπάλα, ειδικά όταν οι αγώνες διεξάγονταν βράδυ, με αποτέλεσμα να ασχοληθεί με την προπονητική στα 29 του και να αρχίσει να χτίζει καριέρες στο γήπεδο της Ραντνίτσκι, όπως αυτή του Μίλουν Μάροβιτς: του Σέρβου σέντερ των 207 εκατοστών, ο οποίος μπορεί να σπούδασε φυσική αγωγή στο Ζέμουν, όμως αδιαφορούσε για τα σπορ. Αντίθετα, έπαιζε κιθάρα, είχε τη δική του μπάντα και ονειρευόταν μια μουσική καριέρα, μέχρι που οι φίλοι του τον έπεισαν να προσπαθήσει να παίξει μπάσκετ λόγω του ύψους του. Αρχικά πήγε στον Ερυθρό Αστέρα, όπου τον απέρριψαν. Τότε ο Ντράγκισα Βούτσινιτς, πρώην παίκτης και προπονητής των «ερυθρολεύκων» του Βελιγραδίου, ξεστόμισε τη μεγάλη κουβέντα: «Πήγαινε κοντά στον Πίβα Ίβκοβιτς. Μόνο αυτός μπορεί να σε κάνει παίκτη». Εν τέλει η Γιουγκοσλαβία βρήκε στο πρόσωπο του Μάροβιτς έναν σπουδαίο ψηλό, μέλος της Εθνικής ομάδας που πανηγύρισε το πρώτο χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 1973, στη Βαρκελώνη.
Η κληρονομιά των προπονητών που βγήκαν από αυτό το ανοιχτό γήπεδο τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970 είναι τεράστια: Ράνκο Ζεράβιτσα και Ντούσαν Ίβκοβιτς, αμφότεροι μέλη του Hall of Fame της FIBA, ο πατέρας του Σάσα Τζόρτζεβιτς, Μπράτισλαβ, ο Μίλαν Βασόγιεβιτς, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, ο Σλόμπονταν Ίβκοβιτς και ο πρώτος κόουτς του Ντούντα, Μπόρισλαβ Τσένιτς. «Ήμουν προορισμένος να αφοσιωθώ στο μπάσκετ. Αυτό το μέρος ήταν δέκα μέτρα μακριά από το σπίτι μου. Κατά κάποιον τρόπο ήταν φυσιολογικό για εμένα να μεγαλώσω ανάμεσα στις μπασκέτες» υπενθύμιζε σε κάθε ευκαιρία ο «σοφός» για το σημείο που αποτελούσε τον δεύτερο μπασκετικό πόλο στο Βελιγράδι μαζί με τα ανοιχτά γήπεδα στο Πάρκο Καλεμέγκνταν, τις ιστορικές έδρες του Ερυθρού Αστέρα και της Παρτιζάν που απέχουν ελάχιστα από τη γειτονιά των Ίβκοβιτς. Μια γειτονιά που, όπως συνήθιζε να λέει και να υπερηφανεύεται ο γνωστός Σέρβος ηθοποιός και συμμαθητής του Ντούντα στο δημοτικό Ντράγκαν Νίκολιτς, είχε τα πάντα. Υπερθεμάτιζε δε λέγοντας ότι «είναι τιμή για κάποιον να λέει ότι έζησε και μεγάλωσε στον Ερυθρό Σταυρό». Εξάλλου, το καμάρι της περιοχής ήταν η ομάδα μπάσκετ και οι πιτσιρικάδες μεγάλωσαν βλέποντάς τη να ορθώνει ανάστημα απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, την Όλίμπια Λιου- μπλιάνας, τη Γιουγκοπλάστικα, την Παρτιζάν, τον Ερυθρό Αστέρα, τη Ζαντάρ και την ΌΚΚ Βελιγραδίου, κατακτώντας το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας το 1973 με παίκτες μόνο από αυτή τη συνοικία της σερβικής πρωτεύουσας. Ήταν μια ομάδα με πενιχρά οικονομικά, αλλά και τεράστια απήχηση στην εργατική τάξη, στην οποία άλλωστε οφείλει το όνομά της.*
Ό Βλάντιμιρ Στάνκοβιτς, εκ των κορυφαίων δημοσιογράφων στον χώρο του μπάσκετ τα τελευταία 40 χρόνια, θυμάται ένα απίθανο περιστατικό που του αποκάλυψε ο Ζεράβιτσα. Η Ραντνίτσκι είχε μπροστά της αγώνα στα Σκόπια, όμως δεν υπήρχαν χρήματα για τα οδοιπορικά των παικτών και ο Άντε Λάμπασα, τότε πρόεδρος της ομάδας, ο οποίος αργότερα διετέλεσε επικεφαλής της Παγκόσμιας Όμοσπονδίας Υγρού Στίβου και υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εσωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, έδωσε λύση στο πρόβλημα: θα ταξίδευαν με τρένο μαζί με φυλακισμένους! Όταν οι παίκτες έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, οι αστυνομικοί τούς συνόδευσαν στο βαγόνι που προ- οριζόταν για την αλληλογραφία και τις «ειδικές μεταφορές». Η διαδρομή δεν ήταν σύντομη, ούτε άνετη, ωστόσο ήταν δωρεάν, ενώ το ταξίδι της επιστροφής έγινε με τον ίδιο τρόπο.
Πώς θα ήταν, λοιπόν, η ζωή του Ντούσαν Ίβκοβιτς αν δεν μεγάλωνε εκεί; Αν δεν διέσχιζε εκείνον τον δρόμο σε ηλικία 13 ετών, ακολουθώντας τον αδελφό του, στον οποίο όφειλε εν πολλοίς το μπασκετικό ζην; «Ζήσαμε φοβερή φτώχεια ως παιδιά. Περνούσαμε όλη τη μέρα στους δρόμους. Προσωπικά με βοήθησε πολύ η αδελφή μου, η Ζόρανα. Με πρόσεξε πολύ – ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερή μου. Τότε, λοιπόν, είπαμε να σταματήσουμε να τριγυρίζουμε στους δρόμους και ανακαλύψαμε τον προορισμό μας σε αυτό το γήπεδο. Ήταν άλλες εποχές. Εκεί κατάλαβα τι σημαίνει ομάδα. Τι σημαίνει να παίζεις για την ομάδα και όχι για τον εαυτό σου…» εξήγησε ο Ντούντα. To ύφος του ήταν γαλήνιο, ενώ κάθε κουβέντα του φανέρωνε μια ηρεμία για το μέρος που τον έφερε αντιμέτωπο με τη μοίρα του.
Από το ίδιο γήπεδο πέρασε τα επόμενα χρόνια ένας τύπος τον οποίο ο Ίβκοβιτς είχε υπό τις οδηγίες του στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, το 1995, στη συστράτευση των Σέρβων ώστε να ανέβουν στην κορυφή, στην πρώτη διοργάνωση στην οποία συμμετείχαν μετά το εμπάργκο των Ηνωμένων Εθνών. Προτού λοιπόν φορέσει τη φανέλα της Παρτιζάν και εξελιχθεί στον «Σάλε Νασιονάλε», o Σάσα Τζόρτζεβιτς γράφτηκε στις ακαδημίες της Ραντνίτσκι και έμπαινε στο ανοιχτό του Ερυθρού Σταυρού με μια σκούπα. «Το συγκεκριμένο γήπεδο βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Βελιγραδίου από αυτή στην οποία μεγάλωσα. Στην εποχή μου, γύρω στις αρχές του 1980, υπήρχαν δύο μπασκέτες, η μια δίπλα στην άλλη. Για δύο χρόνια, σε ηλικία 13-14 ετών, ερχόμουν για να παίξω μπάσκετ και έπαιρνα τη σκούπα για να μαζέψω το νερό και το χιόνι! Αυτό γινόταν επί δύο χειμώνες. Παίρναμε τη σκούπα, απομακρύναμε το χιόνι και κάναμε τα πρώτα σουτ. Πολλές φορές μάλιστα, αν προηγουμένως είχε βρέξει, δεν μπορούσα να ντριμπλάρω αφού υπήρχε νερό σε κάθε γωνιά. Έτσι έμαθα να πασάρω. Άρχισα να κατανοώ το passing game και το spacing, έμαθα από πολύ μικρός ότι δεν χρειάζεται να είσαι γρήγορος, γιατί η μπάλα μπορεί να είναι γρηγορότερη από εσένα».
Ό άλλοτε αρχηγός της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, μια από τις πλέον εμβληματικές φιγούρες των «πλάβι» και για πολλούς ο κορυφαίος πόιντ γκαρντ που ανέδειξαν οι Γιούγκοι, επιβίωσε στο χιόνι και το βρεγμένο τσιμέντο χωρίς να ξεχνά τα κόκκινα παπούτσια που τον συνόδευαν στα πρώτα μέτρα της διαδρομής του. Τουναντίον, δίνει την αίσθηση ότι νιώθει ξανά την ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του, βάζοντας νοητά τον εαυτό του σε εκείνο το γήπεδο. «Έπρεπε να φοράμε δύο ζευγάρια κάλτσες για να αντέχουμε το κρύο… Θυμάμαι τα παπούτσια μου, που ξεχώριζαν μέσα στα χιόνια: ήταν κόκκινα All Star, τα οποία μου είχε δώσει ο πατέρας μου, που ήταν προπονητής στον Ερυθρό Αστέρα. Σταδιακά οι σόλες διαλύονταν. Έπρεπε, λοιπόν, να πηγαίνω στον τσαγκάρη για να τα φτιάχνω ξανά και ξανά».
Το ανοιχτό γήπεδο στον Ερυθρό Σταυρό «γέννησε» δεκάδες παίκτες που αγωνίστηκαν στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας των 60s και των 70s, μεταξύ αυτών οι Νεμάνια Τζούριτς, Μίρολιουμπ Νταμιάνοβιτς και Μίοντραγκ Νίκολιτς, οι οποίοι έπαιξαν σε Ευρωμπάσκετ, Όλυμπιακούς Αγώνες και Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Όσον αφορά τον Νίκολιτς, έναν από τους πρώτους παίκτες της εποχής του που εκτέλεσαν σωστά το τζαμπ σουτ, η συμβολή του στην καθιέρωση του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ υπήρξε ανυπολόγιστη. Η διαδρομή του είχε πολλά κοινά με αυτήν του Σλόμπονταν Ίβκοβιτς, απολαμβάνοντας παράλληλα ό,τι νέο έφτανε στο Βελιγράδι στα μεταπολεμικά χρόνια –τις πρώτες ταινίες, τη μουσική–, αλλά και τα σπορ, το ποδόσφαιρο και την κόντρα μεταξύ της Παρτιζάν και του Ερυθρού Αστέρα. Αρχικά οι γονείς του παρατήρησαν ότι ο Μίοντραγκ διέθετε μουσικό ταλέντο. Καθότι δεν είχαν χρήματα για να του αγοράσουν πιάνο, του πήραν ένα βιολί και τον έγραψαν σε μουσικό σχολείο. Ό μικρός έφευγε κάθε μέρα παίρνοντας μαζί του τη μαύρη θήκη του βιολιού και επέστρεφε έπειτα από δύο ώρες, προς ικανοποίηση των γονιών του. Ό Μπόζινταρ και η Σοφία Νίκολιτς ονειρεύονταν τον γιο τους να διαπρέπει ως μουσικός, εντούτοις σοκαρίστηκαν όταν διαπίστωσαν ότι στη θήκη έκρυβε μια μπάλα μπάσκετ! Αντί να πηγαίνει στη μουσική σχολή, κατηφόριζε στο γήπεδο της Ραντνίτσκι, όπου έμαθε το άθλημα στον γενέθλιο τόπο μιας εκ των δύο προπονητικών σχολών των Γιουγκοσλάβων.
Η πρώτη «χτίστηκε» στα τείχη του Καλεμέγκνταν, εκεί όπου ο «προφέσορ» Άτσα Νίκολιτς συνήθιζε να γράφει μία φορά στον μαυροπίνακα και μετά να σβήνει τις πληροφορίες. Αν κάποιος ρωτούσε επειδή δεν πρόλαβε ή δεν κατάλαβε, απλώς δεν έκανε για το μπάσκετ. Ενδεχομένως δεν ήταν ο σωστός τρόπος εκπαίδευσης προπονητών, ωστόσο ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι από αυτόν γεννήθηκαν «αλεπούδες» των πάγκων. Η δεύτερη σχολή δημιουργήθηκε στη γειτονιά του Ερυθρού Σταυρού, εκεί όπου ο Ράνκο Ζεράβιτσα κατάλαβε πολύ νωρίς ότι το μέλλον του βρισκόταν έξω από τις τέσσερις γραμμές του παρκέ. Η καριέρα του ως παίκτη ξεχάστηκε πολύ γρήγορα, αλλά η προπονητική μορφή του συνδυάστηκε με τις μεγάλες επιτυχίες της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1970, κατακτώντας μετάλλια σε όλες τις διοργανώσεις κόντρα στην πανίσχυρη Σοβιετική Ένωση και στις ΗΠΑ, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη στο σερβικό μπάσκετ. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Ζεράβιτσα δεν εργάστηκε ποτέ στην Ελλάδα, όμως οι τέσσερις μαθητές του, ο Βλάντο Τζούροβιτς, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, ο Ντράγκαν Σάκοτα και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, έγιναν οι «απόστολοί» του στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Εν τω μεταξύ, η οδός Ποντρίνισκα, που οδηγούσε στο γήπεδο του Ερυθρού Σταυρού, ένα από τα πλέον ιστορικά ανοιχτά γήπεδα στη γιουγκοσλαβική επικράτεια, πήρε το όνομα του Ραντιβόι Κόρατς! «Το όνομα άλλαξε την ημέρα του τελικού της Παρτιζάν με την Αριγκόνι Ριέτι, το 1979, όταν κερδίσαμε το Κύπελλο Κόρατς, με απόφαση του δημάρχου Βελιγραδίου. Θεωρώ ότι τόσο εγώ όσο και ο αδελφός μου, ο Πίβα, διαδραματίσαμε ρόλο στο να βάλουν το όνομα του φίλου μου, του Ραντιβόι, μπροστά από το σπίτι μου. Επίσης τοποθέτησαν μια μπρούντζινη πλακέτα, την οποία έφτιαξε ένας παίκτης του Ερυθρού Αστέρα που παράλληλα ήταν ηθοποιός, ο Μούσα Μπιέγκοβιτς. Δυστυχώς, η πλακέτα εξαφανίστηκε – πιθανολογώ ότι την έκλεψαν για να πουλήσουν τον μπρούντζο» αποκάλυψε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς για το όνομα του δρόμου τον οποίο διένυε καθημερινά για να συναντήσει το πεπρωμένο του.
Στον ίδιο χώρο βρίσκεται, από το 2001, το μικρό κλειστό γυμναστήριο της Ραντνίτσκι που φέρει το όνομα του Σλόμπονταν Ίβκοβιτς, ο οποίος αποτέλεσε οδηγό για τον Ντούντα. Έναν άνθρωπο που περπατούσε και έτρεμε η γη. Που κουβάλησε το σημάδι της γειτονιάς του, τις αρχές και τις αξίες της –τη φιλία, την αρχοντιά και την ειλικρίνεια– ως τον θάνατό του. Τότε που η Γιουγκοσλαβία ενώθηκε ξανά πάνω από το φέρετρό του…”.